πενθερός
Смотреть что такое "πενθερός" в других словарях:
πενθερός — father in law masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθερός — ὁ, ΝΜΑ βλ. πεθερός … Dictionary of Greek
πενθεροῖς — πενθερός father in law masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθεροί — πενθερός father in law masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθεροῦ — πενθερός father in law masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθερούς — πενθερός father in law masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθερέ — πενθερός father in law masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθερῷ — πενθερός father in law masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθερόν — πενθερός father in law masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… … Dictionary of Greek
bhendh- — bhendh English meaning: to bind Deutsche Übersetzung: “binden” Material: O.Ind. badhnü ti, only later bandhati “binds, fetters, captures, takes prisoner, put together “, Av. bandayaiti “binds”, participle O.Ind. baddhá , Av. ap.… … Proto-Indo-European etymological dictionary